obédience - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

obédience - translation to γαλλικά


obédience         
n. obedience, allegiance
insubordonné      
insubordinate, disobedient
insubordination         
n. insubordination, disobedience, rebelliousness

Ορισμός

obedience
¦ noun
1. compliance with an order or law or submission to another's authority.
2. observance of a monastic rule.
Derivatives
obedient adjective
obediently adverb
Origin
ME: via OFr. from L. oboedientia, from oboedire (see obey).

Βικιπαίδεια

Obédience
Une obédience (du latin oboedientia, obéissance) désigne l'obéissance due à un supérieur, et par extension l'appartenance à un groupe.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για obédience
1. Un «dissident» s‘attire le courroux de ses coll';gues de męme obédience.
2. La réalité ne tardera pas ŕ les faire taire et seuls subsisteront les partis tampon créés et maintenus sous obédience.
3. Et connaissant limportance de la fonction de limam, il est aisé de deviner lappétit de partis de cette obédience pour un réservoir aussi puissant de potentiels militants politiques.
4. Et qui n‘a aucun scrupule à frapper des innocents, quelle que puisse être leur obédience religieuse ou culturelle.
5. Il est devenu une petite section sans importance dans une union (UNJA) qui englobait les jeunes de tous secteurs et de toute obédience.